- καμαριέρα
- η горничная; камеристка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εισόδημα — Ροή χρημάτων, αγαθών ή υπηρεσιών προς ένα πρόσωπο ή οικονομική μονάδα σε μια ορισμένη χρονική περίοδο. Συνήθως αποτελεί την απόδοση ή την ανταμοιβή ενός συντελεστή παραγωγής, όπως είναι ο μισθός για την εργασία, ο τόκος για το κεφάλαιο, το… … Dictionary of Greek
καμαριέρης — ο θηλ. καμαριέρα υπηρέτης σπιτιού ή ξενοδοχείου που έχει την επιμέλεια τών δωματίων, και κυρίως τών υπνοδωματίων, θαλαμηπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. camariere < λατ. camara «αψίδα, θόλος»] … Dictionary of Greek
κιλιτρία — κιλιτρία, ἡ (Μ) καμαριέρα … Dictionary of Greek
οδαλίσκη — Δούλα που υπηρετούσε στην Τουρκία τις χανούμισες στο τραπέζι και στα δωμάτιά τους, δηλαδή στον οντά. Οι Ευρωπαίοι συγγραφείς όμως ταύτισαν τις ο. με τις παλλακίδες των σουλτάνων και των πασάδων. Και στην πραγματικότητα συνέβαινε συχνά οι πασάδες… … Dictionary of Greek
οπερέτα — θεατρικό είδος που αποτελείται από μουσικά μέρη (άριες, κοντσερτάτα, ενόργανη μουσική κλπ.) και από διάλογους σε πεζό, το οποίο δεν εμβαθύνει στα δραματικά στοιχεία, αλλά στηρίζεται στις αρετές, στην πολυτέλεια και στη γοητεία του ίδιου του… … Dictionary of Greek
Χατζηαποστόλου, Νικόλαος — (1884 – 1941). Μουσικοσυνθέτης. Προικισμένος με μεγάλο ταλέντο μουσικού και ωραία φωνή βαθύφωνου, σπούδασε περισσότερα από 8 χρόνια στο Ωδείο Λότνερ. Στη συνέχεια πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Γ’ Ελληνικού Μελοδράματος, πήρε μέρος στις περιοδείες… … Dictionary of Greek
καμαριέρης — ο θηλ. καμαριέρα (λ. ιταλ.), ο υπάλληλος ξενοδοχείου που έχει για έργο του την επιμέλεια των δωματίων: Ψάχνω να βρω τον καμαριέρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)